- πράττοντα
- πρά̱ττοντα , πράσσωpass throughpres part act neut nom/voc/acc pl (attic)πρά̱ττοντα , πράσσωpass throughpres part act masc acc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PARIETIBUS vivis homines includendi mos — inter Veter. supplicia, memoratur Iul. Capitolino. Ita enim is de Opilio Macrino, c. 12. Urvos etiam homines parietibus inclusit, ac struxit. Quod unicô verbô Graeci exprimunt, quod est ἐγκατοικοδομεῖν, horumque imitatione Germani, einmauren;… … Hofmann J. Lexicon universale
παρέξειμι — Α [έξειμι (Ι)] 1. βαδίζω παραπλεύρως, προχωρώ κοντά σε κάποιον κατά μήκος («παρὰ τὰς πόλεις παρεξιόντες ἐβόων ἐπὶ τήν Ρώμην πορεύεσθαι») 2. προχωρώ, προσπερνώ («παρεξιόντες δ ἄλλος ἄλλοθεν... ἐξηύδων τάδε», Ευρ.) 3. (για ποταμό) ρέω κοντά σε πόλη … Dictionary of Greek
φλεβοτονούμαι — έομαι, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «φλεβοτονεῑσθαι τὸ τείνειν τὰς φλέβας λέγοντά τι ἤ πράττοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + τονοῦμαι / τονῶ (< τόνος < τόνος < τείνω), πρβλ. οἰκειο τονοῦμαι] … Dictionary of Greek